Απανθρακωμένα Συνώνυμα


Απανθρακωμένα Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • καμένης, ανθρακοποιήσεως, μαυρισμένο, υπέγραψε, σφραγίσει, καίγονται, πυρωμένοι, αποτεφρώνονται.
Απανθρακωμένα Συνώνυμο συνδέσεις: