Ανθεκτικό Συνώνυμα


Ανθεκτικό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • εύρωστο, στερεό, ισχυρή, ήχου, ουσιαστική, σταθερή, ανθεκτικό, διαρκή, μόνιμη, νομοταγής, αμετάβλητος.
Ανθεκτικό Συνώνυμο συνδέσεις: ισχυρή, σταθερή, ανθεκτικό, διαρκή, αμετάβλητος,

Ανθεκτικό Αντώνυμα