Ανατρέψει Συνώνυμα
Ανατρέψει Συνώνυμα Ρήμα μορφή
- ανατροπή, αναστατωμένος, να συντρίψει, κατεδαφίσει, καταστρέψει, να καταστρέψει.
- διεφθαρμένη, υποτιμήσει, υποβαθμίσει, μολύνουν, διαφθείρω, δηλητήριο, μολύνει, υπονομεύουν, στημόνι, χαλάσει, καταστρέψει, μαρ.
- πέφτουν, κατάρρευση, μετατραπεί σε δυσθυμία, νεροχύτη, καταρρεύσει, διαλύονται, ιδρυτής, ανατροπή, φέρει χαμηλής, γκρεμίζω.