ταλαιπωρία Αντώνυμα


Ταλαιπωρία Αντώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • άνεση, ηρεμία, ειρήνη, ικανοποίηση, gemiitlichkeit.

ταλαιπωρία Συνώνυμα