σκουριασμένο Αντώνυμα


Σκουριασμένο Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • ασκείται, άπταιστα, ειδίκευση, τελείωσε, γυαλισμένο.

σκουριασμένο Συνώνυμα