παρακινδυνευμένος Αντώνυμα


Παρακινδυνευμένος Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • ορισμένες, σίγουρος, αλάθητος, αναπόφευκτη, στερεότυπο, σταθερό.

παρακινδυνευμένος Συνώνυμα