μητρική Αντώνυμα


Μητρική Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • εισαγόμενα, αλλοδαπός, ξένων.

Μητρική Αντώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αλλοδαπός, μεταναστών.

μητρική Συνώνυμα