καθολική Αντώνυμα


Καθολική Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • θρησκευτική, στενόμυαλος, περιορίζεται, οριοθετείται, αποκλειστική, της κλίκας.
  • περιορισμένη, αποκλειστική, μοναδική, συγκεκριμένη, σπάνια.

καθολική Συνώνυμα