καθαρό Αντώνυμα


Καθαρό Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • αμφισβητήσιμη, ελαττωματικό, βάση, χαμηλή, διεφθαρμένο.
  • διαφθαρεί, κακό, κατεστραμμένο, αμαρτωλή.
  • εφαρμόζεται, πρακτικό, λειτουργικό.
  • νοθευμένα, με προβλήματα όρασης, μικτή, λασπώδες, χάλασε.

καθαρό Συνώνυμα