κίνητρο Αντώνυμα


Κίνητρο Αντώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αποτρεπτικός παράγοντας, εμπόδιο, αποθάρρυνση.

Κίνητρο Αντώνυμα Ρήμα μορφή

  • εμποδίζω, αργή, πρόληψη, αποθαρρύνει, παρακωλύω καταστείλει.

κίνητρο Συνώνυμα