θαυματουργή Αντώνυμα


Θαυματουργή Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • συνηθισμένο, φυσικό, κοινός τόπος, απλή, καθημερινή, πεζή.

θαυματουργή Συνώνυμα