ευλογία Αντώνυμα


Ευλογία Αντώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αποδοκιμασία, καταδίκη, δυσαρέσκεια, μομφή.
  • ατυχία, δυστυχία, τις αντιξοότητες, συμφορά, θλίψη.
  • κατάρα κατάρα κατάρα, calumniation.
  • κατάρα, καταγγελία, απέχθεια.

ευλογία Συνώνυμα