επισκευαστούν Αντώνυμα


Επισκευαστούν Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • άχρηστο, πρακτικό, ανωφελής, αδύνατος, εύθραυστη.

επισκευαστούν Συνώνυμα