επεκτατική Αντώνυμα


Επεκτατική Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • limited, περιορίζεται, οριοθετείται, στενά.
  • δεσμευμένο, ολιγόλογος, ανέστειλε, καταπιεσμένη, εσωστρεφής.

επεκτατική Συνώνυμα