δύσπιστος Αντώνυμα


Δύσπιστος Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • αυτοπεποίθηση, εύπιστος, αφελείς, πιστεύοντας, σίγουρα, ορισμένες.
  • αφελείς, ανυποψίαστους, αφελής.

δύσπιστος Συνώνυμα