αυταρχικός Αντώνυμα


Αυταρχικός Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • υποταγμένη, υπάκουο, δουλοπρεπείς, δουλοπρεπής, tractable.
  • χαλαρή, ευέλικτο, εύκαμπτο, συνεταιρισμός.

αυταρχικός Συνώνυμα