αρθρώσει Αντώνυμα


Αρθρώσει Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • άναρθρες, ασαφής, διστάζουν, ανάσχεση, μουρμουρίζοντας.
  • συγκεχυμένη, ασυνάρτητο, ακατανόητο, ακατάληπτο, ασαφής.

αρθρώσει Συνώνυμα