αρετή Αντώνυμα


Αρετή Αντώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αμαρτία, λάθος, αδυναμία, κατάρα, μειονέκτημα, χάντικαπ.
  • αμαρτωλότητα, δωροδοκία, προστυχιά, ανηθικότητα.

αρετή Συνώνυμα