ανεμπόδιστη Αντώνυμα


Ανεμπόδιστη Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • καταπιεσμένη, περιορισμένο, επίσημη, τεταμένη, άκαμπτο, καταστέλλεται.

ανεμπόδιστη Συνώνυμα