αμφισβητήσιμη Αντώνυμα


Αμφισβητήσιμη Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • αδιαμφισβήτητη, προφανές, σαφή, αποδεδειγμένη, εξασφαλισμένη.
  • σωστή, νόμιμο, ευπρεπής, άψογη, συμβατικά.

αμφισβητήσιμη Συνώνυμα