Ωραίο Αντώνυμα


Ωραίο Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • gauche, αγροίκος, τραχύ.
  • αγενής, κρύο, μακρινό.
  • άκριτη, ανακριβή, ανεπεξέργαστο.
  • δυσάρεστη, δυσάρεστο, ανεπιθύμητη.
  • ελκυστική, σπιτική, άχαρις, δυσάρεστες, δυσάρεστη.
  • μικρό, τσιγγούνης, ανεπαρκής, ασήµαντο, ελάχιστη.

Ωραίο Συνώνυμα