Χνουδωτό Αντώνυμα


Χνουδωτό Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • σκληρό, βαρύ, ουσιαστική, επίπεδη, σκληρή επιφάνεια, εμαγιέ, λακαρισμένο.

Χνουδωτό Συνώνυμα