Τετριμμένος Αντώνυμα


Τετριμμένος Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • αρχική, νέα, φρέσκα, άγνωστο, ασυνήθιστη.
  • ολοκαίνουργιο, αχρησιμοποίητο, φρέσκο, καλοδιατηρημένο, καλή, παρθένο.

Τετριμμένος Συνώνυμα