Στέρηση Αντώνυμα


Στέρηση Αντώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • περίσσεια, υπερχείλιση, υπερπροσφοράς, επάρκεια.
  • πλούτη, πλούτου, ευημερίας, άνεση, ευκολία, αφθονία, εκπλήρωση, προνόμιο.

Στέρηση Συνώνυμα