Πολίτη Αντώνυμα


Πολίτη Αντώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αλλοδαπός, ξένος, out-lander, μεταναστών, επισκέπτης, παροδικό.

Πολίτη Συνώνυμα