Ξενόφερτοι Αντώνυμα


Ξενόφερτοι Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • απλοί, εξοικειωμένοι, συνήθως, άσημος, κοινός τόπος.

Ξενόφερτοι Συνώνυμα