Ντρέπεται Αντώνυμα


Ντρέπεται Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • υπερήφανοι, αλαζόνες, ξεδιάντροπη, χωρίς ντροπή, αμετανόητοι.

Ντρέπεται Συνώνυμα