Νευριασμένοι Αντώνυμα


Νευριασμένοι Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • λιτό, ευγενικός, ευγενικό, μέτρια, ντροπαλός.

Νευριασμένοι Συνώνυμα