Νίκησε Αντώνυμα


Νίκησε Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • θριαμβευτική, επιτυχής, νικηφόρα, αήττητο, αδούλωτη, στην κορυφή.

Νίκησε Συνώνυμα