Θρέψει Αντώνυμα


Θρέψει Αντώνυμα Ρήμα μορφή

  • αποθαρρύνει, υπονομεύουν, καθυστερούν.
  • λιμοκτονήσουν, στερήσει.

Θρέψει Συνώνυμα