Ασφυκτικά Γεμάτο Αντώνυμα


Ασφυκτικά Γεμάτο Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • αραιά, λεπτός, ανεπαρκής, θέλοντας, στερείται.

Ασφυκτικά Γεμάτο Συνώνυμα