Ασυγκράτητο Αντώνυμα


Ασυγκράτητο Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • σταθερός, δροσερό, σκόπιμη, πειθαρχημένη, σταθερή, απαθής, αδιατάρακτο.

Ασυγκράτητο Συνώνυμα