Ανεξάντλητη Αντώνυμα


Ανεξάντλητη Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • limited, εξαντλήσιμων, limitable, μετρήσιμοι, πεπερασμένο, μετρημένη.
  • άλλα νηολόγια, κουραστικό, κουρασμένος, φοβούμενοι, enervated.

Ανεξάντλητη Συνώνυμα