Αναβλύζουν Αντώνυμα


Αναβλύζουν Αντώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αποθεματικό, δροσερό, επιφυλακτικότητα, την ακινητοποίηση.

Αναβλύζουν Συνώνυμα