Όαση Αντώνυμα


Όαση Αντώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • σταυροδρόμι, επικρατούσα τάση, παχύ, μέση, hurly-εύσωμος, ζούγκλα.

Όαση Συνώνυμα