Impenitent Συνώνυμα


Impenitent Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αμετανόητος, ανελέητη, uncontrite, χωρίς ντροπή, unapologetic, αδιόρθωτος, σκλήρυνση, ανυποχώρητο, προκλητικός.
Impenitent Συνώνυμο συνδέσεις: ανελέητη, αδιόρθωτος, προκλητικός,

Impenitent Αντώνυμα