ἐξεκαλέσατο Συνώνυμα


ἐξεκαλέσατο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ευγενή, αριστοκρατικό, πατρικίων, καθαρόαιμο, ράτσας, γαλαζοαίματος, ευγενικός, υπερυψωμένα.
ἐξεκαλέσατο Συνώνυμο συνδέσεις: ευγενή, αριστοκρατικό, καθαρόαιμο, ευγενικός,

ἐξεκαλέσατο Αντώνυμα