όλεθρος Συνώνυμα


Όλεθρος Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • κακό, βλάβη, δηλητήριο, πανούκλα, λοιμός, μάστιγα, ερείπωσή, καταστροφή, πτώση, συμφορά, ρύπος, ρύπανση, κατάρα.
όλεθρος Συνώνυμο συνδέσεις: κακό, βλάβη, δηλητήριο, πανούκλα, μάστιγα, ερείπωσή, καταστροφή, πτώση, συμφορά, κατάρα,

όλεθρος Αντώνυμα