ωκεανό Συνώνυμα


Ωκεανό Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • άπειρο, απεραντοσύνη, πλημμύρα, αφθονία, πλήθος, θάλασσα, ποσότητες, πολλά.
  • θάλασσα, κεντρικό, βαθιά, άλμη, παλίρροια.
ωκεανό Συνώνυμο συνδέσεις: άπειρο, απεραντοσύνη, πλημμύρα, αφθονία, πλήθος, θάλασσα, θάλασσα, βαθιά,

ωκεανό Αντώνυμα