χλιδή Συνώνυμα


Χλιδή Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • πλούτου, ευημερίας, πολυτέλεια, πλούτη, τύχη, ευημερία, άνεση, θησαυρός, χρήματα, πόρων, πρωτεύουσα.
χλιδή Συνώνυμο συνδέσεις: πολυτέλεια, πλούτη, τύχη, ευημερία, άνεση, χρήματα,

χλιδή Αντώνυμα