φράξει Συνώνυμα


Φράξει Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • απόφραξη, θρόμβο, σύνθετη αντίσταση, εμπόδιο, μπλοκ, μπαρ, μαρμελάδα, εμβολή, βάρη, drag, δυσχέρεια, μανωμένα, κουτσαμάρα, χάντικαπ, συγκράτηση, μειονέκτημα.

Φράξει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • εμποδίζει, πνιγούν, εμποδίζουν, να αποφράξει, μαρμελάδα, μπλοκ, μπαρ, κοντά, φρένο, μανωμένα, παρεμποδίζουν, περιορίζουν.
  • πήζει, συνένωση, πήξη, στερεοποιηθεί, πυκνώσει, συγκροτείται, καταψύξει, κέικ, συμπυκνώνονται, κολλήσει, μάζα.
φράξει Συνώνυμο συνδέσεις: εμπόδιο, μπλοκ, μπαρ, μαρμελάδα, δυσχέρεια, μανωμένα, συγκράτηση, μειονέκτημα, πνιγούν, εμποδίζουν, να αποφράξει, μαρμελάδα, μπλοκ, μπαρ, φρένο, μανωμένα, πήζει, στερεοποιηθεί, κέικ, συμπυκνώνονται, κολλήσει,

φράξει Αντώνυμα