φουσκωμένος Συνώνυμα


Φουσκωμένος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ξιπασμένος, πομπώδες, πομπώδης, φουσκωμένες, φουσκωμένα, πρησμένα, σχοινοτενείς, φλύαρος, πληκτικός.
φουσκωμένος Συνώνυμο συνδέσεις: ξιπασμένος, πομπώδες, πομπώδης, φουσκωμένες, πρησμένα, φλύαρος, πληκτικός,

φουσκωμένος Αντώνυμα