φθίνει Συνώνυμα


Φθίνει Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • μείωση, αποσύνθεση, ελάττωση, άμπωτη, εξασθένιση.

Φθίνει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • άμπωτη, μειώνει, μείωση, υποχωρούν, λιγοστεύουν, ζαρώνουν, ατροφία, μαραίνονται, αποδυναμώσει, ξεθωριάζει, δημ.
  • μειωθεί, υποχωρούν, μείωση, λήγουν, ηλικία, τερματίσει, παύουν, αποτυγχάνουν, πεθαίνουν, εξαφανίζονται, η πορεία.
φθίνει Συνώνυμο συνδέσεις: μείωση, άμπωτη, άμπωτη, μείωση, υποχωρούν, λιγοστεύουν, ζαρώνουν, ατροφία, μαραίνονται, αποδυναμώσει, ξεθωριάζει, δημ, υποχωρούν, μείωση, ηλικία, πεθαίνουν, εξαφανίζονται,

φθίνει Αντώνυμα