τιμωρώ Συνώνυμα


Τιμωρώ Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • τιμωρήσει, μαλώνω, την πρακτική, επιπλήξει, σωστό, πρόταση μομφής, επίπληξη, πειθαρχία, μάστιγα, χτυπώ.
τιμωρώ Συνώνυμο συνδέσεις: τιμωρήσει, μαλώνω, την πρακτική, επιπλήξει, επίπληξη, μάστιγα, χτυπώ,

τιμωρώ Αντώνυμα