τετριμμένη Συνώνυμα


Τετριμμένη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • κοινός τόπος, κοινότοπο, κοινότυπο, μπαγιάτικο, φθαρμένος, shopworn, απόθεμα, στερεότυπη, ζεσταμένη, run-of-the-mill, πεζών, κλισέ, κοινοτοπικός, σκώρος-τρώγεται, ξεφτισμένος, bromidic.

Τετριμμένη Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ανοησίες, αερολογίες, μπούρδες, flummery, blather, guff, κουκέτα, μπλα.
τετριμμένη Συνώνυμο συνδέσεις: κοινότοπο, κοινότυπο, μπαγιάτικο, shopworn, απόθεμα, στερεότυπη, run-of-the-mill, πεζών, κλισέ, κοινοτοπικός, ανοησίες, μπούρδες, flummery, blather, guff, κουκέτα, μπλα,

τετριμμένη Αντώνυμα