ταράζουν Συνώνυμα
Ταράζουν Συνώνυμα Ρήμα μορφή
- διεγείρει, ξεσηκώνω, ανασύρει, υποθάλπουν, υποκινούν, διεγείρουν, αναζωπύρωση, υποκινήσει, προκαλούν, παρακινήσει, προτρεπτικό, αναφλέγονται.
- κούνημα, μετακίνηση, τινάσσομαι, διατηρούνται ίδρυμα προκαλέσει διαταραχές, διαταράξει, σούφρα, κυματισμός, πτερυγισμού, φαρέτρα, καρδάρα, σεισμός, εκτίναξη.