τάφου Συνώνυμα


Τάφου Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • τάφος, υπόγειος θάλαμος, τάφο, κρύπτη, μαυσωλείο, pit, κατακόμβη.
τάφου Συνώνυμο συνδέσεις: τάφο, κρύπτη, μαυσωλείο,