συνεπαρμένος Συνώνυμα


Συνεπαρμένος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • μεθυσμένος, inebriated, befuddled, σαστισμένος, stupefied, ζαλισμένος, ανόητο, ανόητη, συγκεχυμένη, σύγχυση, μωρός.
  • χαρούμενη, περιχαρείς, θριαμβευτική, αναζωογονητικός, περιχαρής, ενθουσιασμένος, χαρούμενος, αγαλλίαση, χαροπός, εκδηλωτικός.
συνεπαρμένος Συνώνυμο συνδέσεις: μεθυσμένος, inebriated, stupefied, ζαλισμένος, ανόητο, ανόητη, σύγχυση, μωρός, χαρούμενη, περιχαρείς, θριαμβευτική, περιχαρής, ενθουσιασμένος, αγαλλίαση, χαροπός, εκδηλωτικός,

συνεπαρμένος Αντώνυμα