συμφορά Συνώνυμα


Συμφορά Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • καταστροφή, κατακλυσμό, θλίψη, μάστιγα, εγκεφαλικό επεισόδιο, χτύπημα, δυστυχία, τραγωδία, θανάτων, κακουχίες.
συμφορά Συνώνυμο συνδέσεις: καταστροφή, θλίψη, μάστιγα, εγκεφαλικό επεισόδιο, χτύπημα, κακουχίες,

συμφορά Αντώνυμα