συγκαταβατική Συνώνυμα


Συγκαταβατική Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • προστατευτικός, υπεροπτική, ευγενή, αρχοντικό, ξιπασμένος, πομπώδες, επιτηδευμένες, σνομπ, ανώτερη, δυσκαμψία.
συγκαταβατική Συνώνυμο συνδέσεις: προστατευτικός, υπεροπτική, ευγενή, αρχοντικό, ξιπασμένος, πομπώδες, σνομπ,

συγκαταβατική Αντώνυμα